Η θεωρία της κοινωνικής επιχειρηματικότητας αναδύθηκε ως ανεξάρτητο πεδίο έρευνας στα τέλη του 20ού αιώνα, στη διασταύρωση του μη κερδοσκοπικού τομέα και της λογικής της αγοράς.
Το επίκεντρο της τάσης είναι ότι η οικονομική δραστηριότητα δεν είναι αποκλειστικά προσανατολισμένη στο κέρδος, αλλά μπορεί επίσης να στοχεύει στη δημιουργία κοινωνικής αξίας.
Οι κοινωνικές επιχειρήσεις είναι επομένως οργανισμοί που ανταποκρίνονται σε κοινοτικά ή κοινωνικά προβλήματα με επιχειρηματικά εργαλεία και χρησιμοποιούν τα έσοδά τους για την επίτευξη των κοινωνικών τους στόχων.
Σε θεωρητικό επίπεδο, το μοντέλο βασίζεται στην έννοια της «διπλής δημιουργίας αξίας»: οι κοινωνικές επιχειρήσεις στοχεύουν να είναι οικονομικά βιώσιμες και κοινωνικά χρήσιμες.
Σύμφωνα με την έρευνα, η ουσία της κοινωνικής επιχειρηματικότητας δεν είναι μόνο το επιχειρηματικό μοντέλο, αλλά η ηθική και κοινοτική αίσθηση αποστολής, η οποία αποτελεί την κινητήρια δύναμη της καινοτομίας.
Η έννοια είναι ιδιαίτερα ισχυρή στην ερμηνεία των κοινοτικών πρωτοβουλιών όπου το κλειδί για τη βιωσιμότητα είναι η ενσωμάτωση της οικονομικής ανεξαρτησίας και της κοινωνικής ευθύνης.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι κοινωνικές επιχειρήσεις έχουν γίνει ένας από τους θεμελιώδεις πυλώνες της «οικονομίας κοινωνικού αντίκτυπου» στις πολιτικές καινοτομίας της ΕΕ και του ΟΟΣΑ.